- χαμψί
- και χαψί, το, Ν1. ζωολ. κοινή ονομασία τού γάβρου2. (ιδιωμ. στην Ποντιακή) κάθε μικρό ψάρι, ιδίως τών γλυκών νερών.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamsi].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαψί — το, Ν βλ. χαμψί … Dictionary of Greek
hamşiu — hamşíu ( íi), s.m. – Peşte, anşoa (Engraulis encrasicholus). – var. (h)amsi(e), (h)ampsi(e). ngr. χαμψί (Candrea; Scriban), cf. bg. hamsija (DAR). Trimis de blaurb, 17.11.2007. Sursa: DER … Dicționar Român
χαψί — χαψί, το και χαμψί, το (λ. τουρκ.) το ψάρι γαύρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)